προσδεκτεος

προσδεκτεος
    προσδεκτέος
    adj. verb. к προσδέχομαι См. προσδεχομαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προσδεκτεος" в других словарях:

  • προσδεκτέος — to be admitted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδεκτέος — α, ον, Α [προσδέχομαι] 1. αυτός που πρέπει να γίνει δεκτός από κάποιον 2. (το ουδ.) προσδεκτέον α) πρέπει κάποιος να παραδεχθεί («οὐδὲ προσδεκτέον τοὺς οἴκτους καὶ τοὺς φενακισμοὺς τούτου», Δείν.) β) πρέπει κάποιος να παραλάβει …   Dictionary of Greek

  • προσδεκτέον — προσδεκτέος to be admitted masc/fem acc sg προσδεκτέος to be admitted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδεκτέα — προσδεκτέος to be admitted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδεκτέοι — προσδεκτέος to be admitted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»